Ομιλία - μανιφέστο για τη διάβρωση της ΕΠΟ που γεννά τη διαφθορά και βαθαίνει την αναξιοπιστία στο ποδόσφαιρο ήταν αυτή του Γιώργου Λυσαρίδη στην
ημερίδα του Ι.Δ.Ε.Α.Δ.«Ποδόσφαιρο και έννομη τάξη» που πραγματοποιήθηκε Σάββατο 18 Απριλίου 2015
στην Αίθουσα «Γαλάτεια Σαράντη» , Υπ. Παιδείας και Θρησκευμάτων, Αθήνα με θέμα «Το διαχρονικό πρόβλημα του ελληνικού ποδοσφαίρου: Συμπτώματα - Παθογένειες».
Ο Γ. Λυσαρίδης, εκπαιδευτικός, υπήρξε ΓΓΑ, μέλος του ΔΣ της ΕΠΟ ως το 2004 και υποψήφιος πρόεδρος της ομοσπονδίας ως επικεφαλής της αντιπολίτευσης. Το όνομά του προτάθηκε από Ενώση για τις εκλογές προέδρου στην ΕΠΟ που έγιναν τον Ιανουάριο 2015 αλλά ό ίδιος
αρνήθηκε υπό τις παρούσες συνθήκες να έχει μια τέτοιου είδους εμπλοκή.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας του
1. Αποτελεί κοινή διαπίστωση πως, εδώ και πολύν καιρό, το ποδόσφαιρό μας νοσεί βαρύτατα και ζεί αναπνέοντας με τις τελευταίες ανάσες που τού απέμειναν πριν να βυθιστεί ολοκληρωτικά στο κώμα της πλήρους ανυποληψίας. Νοσεί, όχι μόνο από μία, αλλά από ένα σύμπλεγμα νόσων που, όπως όλες οι σοβαρές ασθένειες, εξαντλούν τα υγιή κύτταρα και ευνοούν να επιβιώνουν τα παράσιτα.
Ανεπαρκής ποδοσφαιρική αρχή, με παντελή έλλειψη σχεδιασμού και οράματος, αναξιοκρατία και αδιαφάνεια, κλονισμένη αξιοπιστία ποδοσφαιρικών θεσμών και οργάνων, πελατειακές σχέσεις και επιλεκτική εφαρμογή των νόμων και των κανονισμών, είναι κάποιες από τις ασθένειες. Αγωνιστική καχεξία, φτωχό θέαμα και έλλειψη συναγωνισμού, άδειες κερκίδες στα γήπεδα, καταγγελίες για συναλλαγές και δράση παρασκηνίου, καχυποψία των φιλάθλων που οδηγεί σε ακραίες αντιδράσεις, είναι μερικά από τα συμπτώματα αυτών των ασθενειών.
Τη νοσηρή αυτή κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει το ποδόσφαιρο στη χώρα μας, την καταγράφει ασφαλώς η εδραία πεποίθηση σύμπαντος του φίλαθλου κοινού, αλλά την επιβεβαιώνουν αδιάψευστα και οι αριθμοί από την ετήσια έκθεση της ΟΥΕΦΑ, όπου το ελληνικό ποδόσφαιρο κατατάσσεται στα τελευταία του ευρωπαϊκού ποδοσφαιρικού χάρτη καθώς, ανάμεσα στα 728 clubs πρώτης κατηγορίας, οι ΠΑΕ της ελληνικής super league καταλαμβάνουν θέσεις απογοητευτικές στους 5 δείκτες : «μέσος όρος εισιτηρίων», «ρυθμός ανάπτυξης και αύξησης εσόδων», « ποσοστό για συμβόλαια και μισθούς επί των συνολικών εσόδων», «κέρδη-ζημίες» και «καθαρή θέση εταιρείας», με βάση τους οποίους αξιολογούνται οι ομάδες και συντάσσεται η έκθεση απο την διεύθυνση licensing και financial fair play της ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας.
2. Θεωρώ, όμως, πως οι ασθένειες αυτές είναι παρεπόμενες και τα συμπτώματα δευτερογενή. Κατά τη γνώμη μου, αν θέλουμε να αναζητήσουμε την πρωτογενή ασθένεια, αυτήν που παράγει τις υπόλοιπες και προκαλεί τα συμπτώματα, δηλαδή την παθογένεια, με τη μεγάλη διάρκεια που την κάνει να μην είναι μιά περαστική ασθένεια, αλλά χρόνια, διαρκής και, εν τέλει μόνιμη, στην οποία δεν ανθίσταται ο οργανισμός του ελληνικού ποδοσφαίρου, γιατί έχει εθιστεί και είναι χαραγμένη βαθιά στο γενότυπό του, στο DNA του, αυτή η ασθένεια είναι η σχέση κηδεμονίας και εξάρτησης που το χαρακτηρίζει και το διαφεντεύει.
Η σχέση αυτή, διαχρονική στην ιστορία του ποδοσφαίρου μας, με διαφορετικές ίσως εκδοχές, οδήγησε σταδιακά στην απόλυτη αποδόμηση της νόμιμης και θεσμικής άσκησης εξουσίας στο ποδοσφαιρικό μας τοπίο και την μεθοδευμένη υποκατάστασή της από ιδιοτελή και έκνομα εξωθεσμικά κέντρα
3. Στη σχέση αυτής της άτυπης επιτροπείας που δρα στο παρασκήνιο, υπάρχει ο κηδεμόνας-εξουσιαστής και ο κηδεμονευόμενος-εξουσιαζόμενος. Το ρόλο του πρώτου τον διεκδίκησαν, παλιότερα τα κόμματα, την τελευταία εικοσαετία οι μεγαλοπαράγοντες. Στο ρόλο του δεύτερου υπήρχε πάντοτε μιά πρόθυμα υποταγμένη και εθελόδουλη ΕΠΟ.
Από την καθιέρωση του επαγγελματικού ποδοσφαίρου και μετά, τη δεκαετία του ΄80, όταν τα κόμματα αντιλήφθηκαν πως ο χώρος του αθλητισμού, και ειδικότερα του ποδοσφαίρου, αποτελεί μιά ευρύτατη δεξαμενή ψήφων, ο κομματισμός εναγκαλίστηκε μέχρις ασφυξίας τον αθλητισμό. Οι αρχαιρεσίες στις αθλητικές ομοσπονδίες ήταν μιά προέκταση της κομματικής αντιπαράθεσης και η εκλογή φίλα προσκείμενης διοίκησης ήταν επιβεβαίωση κομματικής κυριαρχίας. Ήταν τότε που στην υγιή μερίδα των φιλάθλων επικράτησε ο καλοπροαίρετος αφορισμός «μακριά η πολιτική από τον αθλητισμό».
Βέβαια, άλλο ο (αποβλητέος) κομματισμός και άλλο η (επιβαλλόμενη) ύπαρξη πολιτικής στον αθλητισμό. Κάθε νουνεχής φίλαθλος αποκηρύσσει την τακτική των κομματικών αγκυλώσεων, συγχρόνως όμως απαιτεί από τους κυβερνώντες να έχουν πολιτική άποψη και αντίστοιχο σχεδιασμό για τον αθλητισμό, να τα διακηρύσσουν δημόσια και δεσμευτικά ως κυβερνητικό πρόγραμμα και να τα υλοποιούν όταν γίνονται κυβέρνηση. Δυστυχώς, με ελάχιστες και πρόσκαιρες εξαιρέσεις, διαχρονικά έλειψε η πολιτική στον αθλητισμό. Ανέξοδη ρητορεία και ωραιολογίες πριν τις εκλογές και μετά ατολμία, αναποφασιστικότητα, αντιφατική στάση και συμβιβασμοί στο όνομα της προσωπικής πολιτικής επιβίωσης. «Ήπια προσαρμογή», θα λέγαμε, με τη σύγχρονη πολιτική ορολογία.
Τα πράγματα άλλαξαν, επι τα χείρω, όταν η «πελατεία» του ποδοσφαίρου μπήκε στο στόχαστρο προσώπων και σχηματισμών πολύ πιό σκληρών από τα κόμματα, για τα οποία τουλάχιστον υπήρχε ένας έλεγχος από την λίαν ευάριθμη εγχώρια «κοινωνία του ποδοσφαίρου» αφού δρούσαν στο προσκήνιο, σε αντίθεση με τα σύγχρονα «αφεντικά» που, εξωθεσμικά καθώς είναι, δρούν αφανώς και ανέλεγκτα.
Όταν επιχειρηματίες, τζογαδόροι, VIPS και υπόκοσμος, αντιλήφθηκαν ότι οι τεράστιες μάζες των ανθρώπων που παθιάζονται με το ποδόσφαιρο και με την ομάδα τους αποτελούν συγχρόνως και τεράστιες κερδοφόρες αγορές, αλλά – επίσης, πολύ σημαντικό- και τεράστια ασπίδα προστασίας από έναν αφοσιωμένο «στρατό», το ποδόσφαιρο έγινε ένα «παιχνίδι εξουσίας», μιά υπόθεση διαπλοκής, οικονομικών συμφερόντων, πεδίο πολιτικής και ιδεολογικής εκμετάλλευσης. Επικράτησε, τηρουμένων των αναλογιών, αυτό που αποτελεί την πεμπτουσία της σύγχρονης αντίληψης για την «αγορά». Δηλαδή, να κατακτά, να αλώνει, να κουρσεύει οτιδήποτε αποτελεί προϊόν που μπορεί να πουληθεί στις μάζες.
4. Κι αν για τον ρόλο του κηδεμόνα, μετά την περίοδο της επιτροπείας των κομμάτων, την τελευταία εικοσαετία (1995 – 2015), στην μ.Α. ( «μετά Αλεξανδρούπολη») εποχή, υπάρχει διαρκής διαγκωνισμός και διεκδίκηση από μεγαλοπαράγοντες, στο ρόλο του «υπό κηδεμονία» υπήρχε σταθερά η ΕΠΟ. Μιά ΕΠΟ πρόθυμη να εκποιήσει και το τελευταίο απομεινάρι αυτοτέλειας και ανεξαρτησίας σκέψης και δράσης υπέρ των εξωθεσμικών προστατών της, στους οποίους και οφείλει την εκλογή της. Ασκώντας απλή διαχείριση, κι αυτή άτολμη, με αδρανή αντανακλαστικά και σε «αναμονή οδηγιών» για κάθε της ενέργεια, με αναλώσιμους Προέδρους και Διοικητικά Συμβούλια, έχει διασυρθεί και απαξιωθεί στην κοινή γνώμη, η οποία τής καταλογίζει φαυλότητα και τη θεωρεί προϊόν εκμαυλισμού συνειδήσεων.
Για τη διατήρηση της ακρωτηριασμένης εξουσίας της, για μεν το εξωτερικό επιστρατεύει όποτε νιώθει «στριμωγμένη» την αυθαίρετη ερμηνεία και επιλεκτική (« α λα κάρτ») εφαρμογή του περίφημου «αυτοδιοίκητου», για δε το εσωτερικό τις πιέσεις και τις προσφορές «ανταλλαγμάτων» προς ευνουχισμένους εκλέκτορες ενός αντιδημοκρατικά περιορισμένου εκλεκτορικού σώματος, με ελάχιστες απομένουσες αντιστάσεις αξιοπρέπειας.
5. Το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο έχει εγκαταλειφθεί αβοήθητο στη μοίρα του. Οι Ποδοσφαιρικές Ενώσεις αυτοσχεδιάζουν, άλλες ανήμπορες, άλλες απρόθυμες για οποιαδήποτε διεκδίκηση ή ρήξη, εγκλωβισμένες κι αυτές στη λογική της πειθήνιας υπακοής και της με κάθε τρόπο διατήρησης της καθεστωτικής εξουσίας σε τοπικό επίπεδο.
Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο έχει καταστεί «ρωμαϊκή αρένα», όπου δεν υπάρχει χώρος για ισονομία και δημοκρατία, αλλά κατισχύει το δίκαιο (και η ιταμότητα) των δυνατών, ενώ οι ενδεείς αδύνατοι, ως δορυφόροι και κομπάρσοι, εκλιπαρούν προκειμένου να περισώσουν κάποια από τα κομάτια της σάρκας τους. Πλήρης υποτέλεια και ασφυκτική εξάρτηση, σε έναν φαύλο κύκλο στον οποίο ο σημερινός ευνοημένος θα είναι ο αυριανός αδικημένος, αναλόγως με τις συμμαχίες που θα έχει επιλέξει ο «μονοκράτορας».
Αυτό το στρεβλό και δεσποτικό μοντέλο μακροπρόθεσμα το πληρώνουν και οι ίδιοι οι εμπνευστές του, έστω και αν αλαζονικά απολαμβάνουν πρόσκαιρα το ρόλο του πρωταγωνιστή. Εδώ βρίσκει εφαρμογή το ότι «κανείς δεν είναι πιό τυφλός απο αυτόν που δεν θέλει να δεί». Γιατί η απληστία και η ψευδαίσθηση του μεγαλείου της μονοκρατορίας δεν τους αφήνει να αντιληφθούν ότι στον αθλητισμό το οφελος του πρωταγωνιστή, ηθικό και οικονομικό, έχει ουσιαστικό και ανατροφοδοτούμενο αντίκρισμα, μόνο όταν κατακτιέται σε υγιές και συναγωνιστικό περιβάλλον, απέναντι σε αξιόμαχους και ανταγωνιστικούς αντιπάλους.
6. Η λογική αυτή της επικυριαρχίας και του ελέγχου του χώρου του ποδοσφαίρου, από τον έναν ή από τους λίγους, με «εργαλείο» και βραχίονα χειραγώγησης την ΕΠΟ, προκάλεσε οδυνηρές παρενέργειες. Δημιούργησε ένα παρασιτικό και μη ελεγχόμενο περιβάλλον, από κάποιες χιλιάδες «επιτήδειους» του χώρου ανα την επικράτεια, οι οποίοι εξασφαλίζουν τον βιοπορισμό τους μέσα από κομπίνες, μαγκιά και αρπαχτές, προσφέροντας «προστασία», πραγματική ή «δήθεν», και πάσης φύσεως εκδουλεύσεις.
Κατάφεραν, μάλιστα, να φέρουν το ποδόσφαιρο στα δικά τους μέτρα. Έτσι, που το κουστούμι να ταιριάζει μόνο σ’ αυτούς και στους ομοίους τους. Η χειρότερη από τις ζημίες που προξένησαν είναι ότι, μέσα στη θολούρα και την ομίχλη που έντεχνα οι ίδιοι δημιούργησαν, κατόρθωσαν να διαπεράσει όλο τον κόσμο του ποδοσφαίρου η αντίληψη πως «κατάλληλοι» για το χώρο είναι μόνο οι ατσίδες και οι κομπιναδόροι, αυτοί που «έχουν άκρες» και μπορούν «να σε σμπρώξουν».
Στους άλλους, τους αιρετικούς, επιφυλάσσουν τη ρετσινιά του «ρομαντικού», του παρωχημένου και «παλαιάς κοπής». Βέβαια, τώρα που το ποδόσφαιρό μας έχει πιάσει πάτο και έχει οδηγηθεί σε αδιέξοδο, υποκριτικά σπεύδουν όλοι να υποστηρίξουν την αξιοκρατία, την ισονομία και άλλα παρόμοια. Δεν το πίστευαν ποτέ. Ούτε και τώρα το πιστεύουν. Το δόγμα τους παραμένει «ο θάνατός σου, η ζωή μου». Όμως, η ανάγκη και η πίεση της κοινωνίας τούς κάνει να αναλογιστούν τα αποτελέσματα της αδιέξοδης τακτικής τους. Τελικά, έστω και με καθυστέρηση, ο ρομαντισμός που υποστήριζε ανέκαθεν ότι ανώτεροι πάντων πρέπει να είναι οι θεσμοί, οι νόμοι και οι κανόνες, αναδεικνύεται ως υπέρτατος ρεαλισμός και αναγνωρίζεται και από τους ίδιους που τον λοιδορούσαν.
7. Πιστεύω ότι έχει φτάσει η ώρα μηδέν. Είναι ώρα ευθύνης για όλους. Για την πολιτεία, τις ποδοσφαιρικές αρχές, τον αθλητικό τύπο, τη φίλαθλη μάζα, ακόμη και για το οπαδικό κίνημα, που οφείλουν να συνδιαμορφώσουν ένα νέο μανιφέστο για το ποδόσφαιρό μας. Το οποίο, ασφαλώς, δεν μπορεί να διαπνέεται από κανενός είδους μουσειακή αντίληψη για ρετρό «επιστροφή στις ρίζες» ή να υπαγορεύεται από αποθηκευμένες ιδεοληψίες του παρελθόντος.
Το νέο αυτό ποδόσφαιρο πρέπει να γεννηθεί στο νέο παγκόσμιο περιβάλλον, που έφερε τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο στο επίκεντρο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Και, όπως τα κράτη δεν μπορούν πλέον να απομονωθούν από τον υπόλοιπο κόσμο στα τείχη του δικού τους «γαλατικού χωριού», έτσι και το ποδόσφαιρο δεν μπορεί να κλειστεί έξω από τα τείχη της γνώσης, της επιστήμης, της οικονομίας και της διεθνοποίησης των αθλητικών λειτουργιών.. Στο νέο αυτό περιβάλλον, θα είναι απολύτως συμβατή η αθλητική ιδεολογία και η πολιτική αρχών με την επιχειρηματική επένδυση και τη θεμιτή επιδίωξη οικονομικού κέρδους, όμως με νόμους και κανόνες που να διασφαλίζουν ότι «καθαροί επενδυτές» θα προωθούν «καθαρό αθλητικό ανταγωνισμό», με «καθαρό αθλητικό προϊόν» και με «καθαρότητα στη διαχείρισή του».
8. Η πρόταση προς όλες τις πλευρές, με την ευθύνη της πρωτοβουλίας και του συντονισμού να βαρύνει την κυβέρνηση και τον αρμόδιο Υφυπουργό, είναι να κηρύξουν από κοινού «ανακωχή» με πυρήνα την αποδέσμευση του ποδοσφαίρου από τα δεσμά της επιτροπείας και να επεξεργαστούν άμεσα έναν αξιακό κώδικα, με βάση την ίση μεταχείριση και την εφαρμογή των νόμων και κανονισμών προς πάντες, τη συνεργασία όλων των φορέων για την ανάδυση από το τέλμα της ανυποληψίας και τη σταδιακή επαναφορά του ποδοσφαίρου μας σε τροχιά εξυγίανσης. Το ασφαλώς προσδοκώμενο όφελος θα το προσποριστούν όλοι. Το ελληνικό ποδόσφαιρο θα απακατασταθεί ηθικά, θα προκαλέσει το ενδιαφέρον σε πραγματικούς επενδυτές, το αθλητικό θέαμα ως προϊόν θα είναι αξιόπιστο και ελκυστικό, ο κόσμος θα επιστρέψει στα γήπεδα και ο βασιλιάς των σπορ θα επανέλθει, όχι γυμνός πιά, στο θρόνο του.
Την οφείλουν αυτή τη συνεννόηση στο υγιές φίλαθλο κοινό. Την οφείλουν στην ελληνική νεολαία. Χωρίς μεγαλοστομίες και χωρίς αυτάρεσκους κομπασμούς του τύπου « Τα αστραπιαία έχουν ήδη διεκπεραιωθεί. Αυτή τη στιγμή γίνονται τα ακατόρθωτα. Για τα θαύματα ζητούμε προθεσμία λίγων ημερών», που ακούστηκαν στο παρελθόν.
Στην κατεύθυνση αυτή, η πολιτεία έχει μεν την ευθύνη, αλλά συγχρόνως και την ευκαιρία, να αλλάξει «το πρόσωπο» του ποδοσφαίρου μας. Ας μετέλθει όλων των μέσων, δεν θα έλεγα «θεμιτών και αθέμιτων», προτιμώ να πω «εμφανών και αφανών» (και ο νοών νοείτω). Και επειδή η διαπλοκή και η σήψη έχει διαβρώσει όλο το σώμα του ποδοσφαίρου, ας έχει η πολιτεία στο οπλοστάσιό της και αυτό που απάντησε ο Ηράκλειτος, όταν τού ζήτησαν τη συνταγή για να οργανωθεί η κοινωνία της «νέας Εφέσου», αφού η μέχρι τότε είχε βουτηχτεί μέχρι το λαιμό στο βούρκο της διαφθοράς : «Άπαντας απάγξασθαι, ανήβειν καταλιπείν», συμβούλευσε ο Ηράκλειτος, δηλαδή σε κάπως ελεύθερη μετάφραση «όλους να τους κρεμάσετε, να μείνουν μόνο αυτοί που ακόμη δεν έχουν φτάσει στην εφηβική ηλικία». Και, προσθέτω εγώ, δεν πειράζει αν μαζί με τα ξερά καούν και τα χλωρά...
Ιδού, λοιπόν, η Ρόδος...Κυβέρνηση, κόμματα, αθλητικοί οργανισμοί θα δοκιμαστούν, όχι μόνο για τις προθέσεις, αλλά και για την αποτελεσματικότητά τους.
Εμείς οι απλοί φίλαθλοι, θα τούς παρακολουθούμε και θα τους κρίνουμε, κινούμενοι ως εκκρεμές, από το ένα άκρο (το απαισιόδοξο) που λέει: « Aν ποτέ πεί να ξεβρομίσει αυτός ο τόπος, πολύ φοβάμαι πως θα μείνει μόνον ο τόπος» , μέχρι το άλλο ( το αισιόδοξο) που απαντάει : «Την ελπίδα τη φτιάχνεις με όση απελπισία σου’ χει απομείνει».
Γιώργος Λυσαρίδης
Απρίλιος 2015